- παράχρωσις
- ἡ, Α [παραχρώννυμι]1. χρωματική αλλαγή τής μελωδίας, χρήση της χρωματικής κλίμακας2. (μτφ. για χαρακτήρα) απόχρωση3. η εικόνα που αλλοιώθηκε το χρώμα της, τα αμυδρά χρώματα που χάνουν τον αρχικό τους τόνο από την πολυκαιρία ή από άλλη αιτία.
Dictionary of Greek. 2013.